Μια σβησμένη κουκίδα στο χάρτη της Ελλάδας, η Σκόρλια, ένα παρατημένο χωριό κοντά στον Σπερχειό ποταμό, έχει ακόμη λόγο ύπαρξης και βεβαίως φροντίδας. Δύο-τρία οικήματα που μετρούν πάνω από ένα-ενάμισι αιώνα ζωής στέκονται όρθια και προκαλούν τους ερευνητές να τα προσέξουν. Είναι σαν εκείνα που πριν από εκατό χρόνια υποχρέωσαν το σπουδαίο Αιτωλό Δημήτρη Λουκόπουλο να τα μελετήσει -και μάλιστα σε όλη την εθνική διασπορά τους- και άλλον ένα μεγάλο, τον Δημήτρη Πικιώνη, να τα περάσει στην ιστορία με τα σχέδιά του.
Η ιστορία της, ενός χωριού που δεν υφίσταται πλέον, ούτε σε κάποιο χάρτη σημειώνεται με το όνομα του, ευλόγως αναστάλθηκε περίπου πριν από δυο δεκαετίες. Οι τελευταίοι, από τους κατοίκους της τότε ενίσχυσαν έναν άλλο κοντινό τόπο την Πτελέα ή Πύργο, που είχε το προνόμιο να είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί από τη Λαμία στο Καρπενήσι, ή πήραν για γνωστούς λόγους, το δρόμο προς τις πόλεις. Από τότε μέχρι σήμερα, η μνήμη και η νοσταλγία πέρασαν πολλά μονοπάτια, αλλά δεν κατάφεραν τελικά να βρουν το δρόμο της επιστροφής και του ζωντανέματος του γενέθλιου τόπου.
Αν και η Σκόρλια διατηρείται αόρατη και μόνο στη μνήμη, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να χαθεί κάτω από τις ρίζες των δέντρων που απειλούν τα τελευταία όρθια οικήματα, που υποστηρίζουν έστω και αμυδρά την ύπαρξη της στη μνήμη των κατοίκων αναφερόταν και ένας Αϊ-Λιας, απ' αυτόν όμως μόνο ένα εικόνισμα σήμερα απαντάται. Η εκκλησία του δημοφιλούς Αγίου Νικολάου (1911) μεγαλοπρεπής και φροντισμένη υπέστη σοβαρές ζημίες. Οι αποκαταστάσεις του οικοδομήματος, αν και προσεκτικές για λόγους μάλλον αμέλειας αλλοίωσαν σημαντικά ένα ιδιαίτερο ιστορικό κτίριο για όλη τη δυτική Φθιώτιδα. Στη Σκόρλια υπήρχαν κάποτε πολλά χωράφια στα οποία οι κάτοικοι καλλιεργούσαν κυρίως σιτηρά. Δίπλα σε αυτά τα χωράφια, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται και σήμερα, αλλά κυρίως για κτηνοτροφές, υπάρχουν ερειπωμένα αρκετά οικοδομήματα, όπως ένα συγκρότημα αποθηκών αγροικίες, καλύβες, αχυρώνες, ταράτσες, μοναδικά όλα τα δείγματα ενός κόσμου που ακολούθησε τη Σκόρλια στη λησμονιά. Αυτά τα οικοδομήματα και οι κατασκευές είναι που δίνουν μια άλλη διάσταση στην ιστορία της εποχής, καθώς, λόγω της εγκατάλειψης, διατηρούν πάρα πολλά στοιχεία από την παοαδοσιακή θα λέγαμε αρχιτεκτονική της ορεινής Ελλάδας. Τα σωζόμενα, δε, ελάχιστα κτίρια της είναι μοναδικά και κανένα σαν αυτά δεν απαντάται, τουλάχιστον στη λεκάνη του Άνω Σπερχειού.
Σε μέρος ευάερο κρυμμένο σε ένα φυσικό κοίλωμα του εδάφους, βρίσκεται το δίπατο, σχεδόν τρίπατο, με πρόσοψη προς την Ανατολή, παλιό σπίτι της οικογένειας του στρατηγού Πλιάκου. Χαρακτηριστικό δείγμα ανωκάτωγου σπιτιού, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αρχοντικό, ένεκα της κατασκευής και του ύφους τους. Χτισμένο περί τα τέλη του 19ου αιώνα, έχει δύο ορόφους. Στο ισόγειο, τα δύο δωμάτια χωρίζονται με ένα πλέγμα κλαδιών και λάσπης από έναν ευρύχωρο διάδρομο. Το ένα το ανατολικό, λειτούργησε και ως κατοικία, ενώ το δυτικό σίγουρα ως αποθήκη, καθώς σώζονται στους τοίχους καρφιά, αγκούτσες και άλλες ιδιοκατασκευές που υποδουλώνουν τη χρήση του. Το δυτικό δωμάτιο δεν έχει κανένα παράθυρο, ένθεν και ένθεν του τζακιού. Το πάτωμα και στα δυο δωμά¬τια είναι από πατημένο κοκκινόχωμα. Η διαρρύθμιση του επάνω ορόφου σε τίποτα δεν θα διέφερε μάλλον από το ισόγειο. Τα πατώματα έχουν καταρρεύσει και έχουν μείνει στον αέρα τα χοντρά, από ξύλο βελανιδιάς πάτερα κι έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τη διαρρύθμιση, παρά την απουσία κάποιων στοιχείων.
Το ανατολικό δωμάτιο, το οποίο ως φαίνεται προοριζόταν για τους ξένους, έχει τρία φωτεινά παράθυρα, δύο στην ανατολική πλευρά και ένα στην πρόσοψη, το δυτικό ένα στην πρόσοψη και ένα στη δυτική πλευρά, δίπλα στο τζάκι, ενώ κατά παράβαση της συνήθειας το σπίτι έχει και ένα μικρό παράθυρο προς τη βορινή πλευρά, το οποίο μάλλον χρησίμευε για τον έλεγχο του χώρου και έβλεπε από την κλασική καμαρούλα που κι αυτή είχε το δικό της τζάκι. Οι εσωτερικοί τοίχοι του κτηρίου είναι σοβατισμένοι με κοκκινόχωμα και ήταν ασβεστωμένοι με παχιά στρώματα ασβέστη, ενώ ευρύχωρα ντουλάπια απαντώνται σε κάθε πλευρά του, καθώς και καρφιά που χρησίμευαν ή στήριζαν κρεμάστρες.
Οι δύο όροφοι επικοινωνούσαν εκτός από τη γλαβανή και με εξωτερική χτιστή σκάλα, η οποία έχει καταρρεύσει μαζί με το μπαλκόνι, ενώ η επικοινωνία, αν χρειαστεί, γίνετε πάλι από μια πρόχειρη εσωτερική σκάλα. Ο καιρός έχει καταστρέψει και το μικρό εξώστη που προστάτευσε το μπαλκόνι και έμειναν μετέωρα τα ξύλα που στήριζαν τη στέγη. Τα νερά πάλι έχουν εισέλθει από τα αδύναμα σημεία της κεραμόσκεπης στέγης και δραστικά λειτουργούν προς την αποδόμηση του κτιρίου. Οι αέρηδες έχουν ήδη καταστρέψει τις καμινάδες και έχουν σηκώσει πολλά κεραμίδια δημιουργώντας ύπουλες τρύπες στη στέγη. Η βορινή πλευρά του κτιρίου έχει ήδη κάνει κοιλιά και είναι ζήτημα χρόνου πλέον η κατάρρευση του. Ένας σκληρός χειμώνας, σαν αυτόν που πέρασε φέτος, θα είναι καθοριστικός για τη συνέχεια του. Ένα άλλο σπίτι που διατηρείται ακόμη όρθιο είναι του Νίκου Τσάμη, ίσως ένα από τα τελευταία όρθια παραδοσιακά στερφογάλαρα σπίτια της Ρούμελης. Ο τύπος αυτός, λέγει ο αείμνηστος Δημήτρης Λουκόπουλος, απαντάται σε όλη την ορεινή Ελλάδα και είναι χαρακτηριστικό δείγμα της δουλειάς των μαστόρων από την Ήπειρο. Στην ιδανική του μορφή, το σπίτι αυτό διέθετε υπόγειο για τα ζώα και δύο δωμάτια με καμαρούλα και μεσάντρα στον επάνω χώρο. Το σπίτι αυτό, αν και βαθιά πληγωμένο από τον καιρό, παραμένει εν τούτοις ένα ακέραιο στερφογάλαρο και έχει όλα τα στοιχεία, όπως τα περιγράφει ο μεγάλος δάσκαλος.
Το σπίτι αυτό πρέπει να έχει χτιστεί περί τα μέσα του 19ου αιώνα με ντόπια πέτρα. Η πόρτα του κατωγιού, η οποία έχει φύγει από τη θέση της, είναι η κλασική πόρτα του στερφογάλαρου. Φτιαγμένη από πελεκήματα δρύινα σανίδια, στηρίζεται σε χοντρούς από το ίδιο ξύλο παραστάτες, είναι δεμένη με σιδερένιες κλάπες, έχει την κρικέλα της και βεβαίως την απαραίτητη τρύπα να μπαινοβγαίνουν τα πουλερικά. Δεν έχει κλειδαριά, όπως όλα άλλωστε τα σχετικά σπίτια, το καταπίδι είναι στη θέση του και το καταπιδόξυλο κρέμεται ακόμη από το σχοινί του. Το καταπίδι είναι ένας μηχανισμός από ένα ξύλο που είναι προσαρμοσμένο πάνω από την πόρτα, λειτουργεί ως μοχλός και με τη βοήθεια μιας λεπτής ξύλινης βέργας ασφαλίζει το εσωτερικό.
Το ισόγειο του σπιτιού, στο σύνολο του, είναι ένα κρυφό μουσείο της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Το πάτωμα του είναι από πατημένο κοκκινόχωμα, το ίδιο και τα σοβάτισμα των τοίχων του. Εδώ δεν απαντάται ίχνος από ασβέστη, ενώ από τις καμπύλες τους φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για το σοβάτισμα. Ακόμη και στις γωνίες του τοίχου, στα βορινά παράθυρα που μοιάζουν με πολεμίστρες, το σοβάτισμα έχει τις καμπύλες του. Το ίδιο και οι παραθύρες του. Αυτά τα παράθυρα και οι φεγγίστρες δεν αξιώθηκαν ποτέ τζάμια, τα φύλλα τους ήταν δύο κομμάτια σανίδια. Τα παράθυρα της πρόσοψης κοσμούν ξύλινα κάγκελα, όπως ακριβώς τα είχε περιγράψει ο Λουκόπουλος πριν από 120 χρόνια και τα είχε σκιτσάρει ο Δημήτρης Πικιώνης για πρώτη έκδοση του σχετικού βιβλίου.
Το ίδιο ακριβώς αποτελεί και η πρόσοψη του σπιτιού που κάποτε είχε εξωτερική σκάλα και εξώστη. Ένας σωρός από πέτρες είναι η σκάλα, ενώ από τον εξώστη μόνο κάποια δοκάρια τον θυμίζουν. Η πόρτα του ανωγιού, είναι ακριβώς όπως και η πόρτα του κατωγιού, με τη διαφορά όμως ότι για λογούς ασφαλείας διαθέτει και χοντρό ξύλινο σύρτη. Πίσω από την πόρτα, δε, διατηρούνται ακόμη τα ξύλινα γροθάρια που έπαιζαν το ρόλο της κρεμάστρας. Η στέγη του σπιτιού είναι από ντόπια κεραμίδια, τα οποία έχουν διαλυθεί και επιτρέπουν στη βροχή να ποτίζει διαρκώς το χωματένιο πάτωμα. Το γεγονός είναι καταλυτικό για τη συνέχεια της ζωής του και αρκετά επικίνδυνο για τον επισκέπτη που κινδυνεύει να βρεθεί από το σάπιο πάτωμα στο κατώγι. Στον ανατολικό δε τοίχο του σπιτιού έχει ριζώσει για τα καλά ένας δραστήριος κισσός και τον έχει καταλάβει, όπως εξάλλου και τη μισή στέγη, και τα κλαδιά του μοιάζουν σαν πράσινο, λαμπερό σύννεφο από πάνω της.
Τα σπίτια αυτά, καθώς και ένα άλλο, του Λευτέρη Μεργιά, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις, είναι τα μόνα που σώζονται σχεδόν ακέραια στη Σκόρλια. Τα υπόλοιπα έχουν δυστυχώς καταρρεύσει, παρατημένα και αφημένα στο έλεος του καιρού. Εκεί που ήταν ο κεντρικός συνοικισμός του χωριού, σωροί είναι τα ερείπια και μόνο ελάχιστοι από τους τρανότερους μπορούν να πουν ότι εκεί ήταν το σπίτι του τάδε, το μαγαζί και η πλατεία, το σχολείο. Από το σχολείο δεν ανιχνεύονται παρά τα θεμέλια, ανάμεσα στα άγρια δέντρα και τους βάτους. Όπως και το πηγάδι της πλατείας, κάτω από ένα σωρό ξύλα.
Για εκείνον που θα ήθελε να επισκεφθεί τη Σκόρλια, η διαδρομή ξεκινάει από το χωριό Πτελέα (την δειχνει μια μικρή πινακίδα), λίγα χιλιόμετρα μετά τη Μακρακώμη, στο δρόμο Λαμία-Καρπενήσι. Ο δρόμος είναι ένας μέτριος χωματόδρομος και σε ορισμένα σημεία του θέλει ειδικά αυτοκίνητα. Η διαδρομή όμως μπορεί να γίνει και συνίσταται να γίνει με τα πόδια, γιατί το ανέβασμα μέχρι τη Σκόρλια προσφέρει εξαιρετική θέα στην ήμερη κοιλάδα του Άνω Σπερχειού και τον ίδιο τον ποταμό καθώς και στον υπέροχο Τυμφρηστό.
Πηγή: «Φωνή της Πτελέας» (31-5-2003)